- πιθανολογία
- η, ΝΑ [πιθανολογώ]1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθανολογία — πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc/acc dual πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογίᾳ — πιθανολογίαι , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc pl πιθανολογίᾱͅ , πιθανολογία use of probable arguments fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογία — η 1. συζήτηση, γνώμη για το πιθανό, το ενδεχόμενο ενός πράγματος. 2. γνωσιολογική θεωρία που παραδέχεται πως μόνο με πιθανότητα μπορούμε να μιλάμε για την απόλυτη αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθανολογίας — πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem acc pl πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογίαν — πιθανολογίᾱν , πιθανολογία use of probable arguments fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογιῶν — πιθανολογία use of probable arguments fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογίαις — πιθανολογία use of probable arguments fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) … Dictionary of Greek
уветливословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (πιθανολογία) увещание, убеждение … Словарь церковнославянского языка
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek